- χοιράφιος
- χοιρ-άφιος, ὁ,A farrow, PFlor.148.4,7 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιράφιος — ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α 1. (το αρσ.) αυλάκι 2. (το ουδ.) χοιρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. θηρ άφιον). Για τη σημασία τής λ. «αυλάκι» πρβλ. πιθ. και τα λατ. porca «κομμάτι γης μεταξύ τών αυλακιών»: porcus «χοίρος»] … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek